μεγαλοεπιχειρηματίας

μεγαλοεπιχειρηματίας
ο
ο ιδιοκτήτης πολύ μεγάλων επιχειρήσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., στον πληθ. μεγαλοεπιχειρηματίαι, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλοκαρχαρίας — ο μεγαλοεπιχειρηματίας άπληστος για κέρδη …   Dictionary of Greek

  • Άστορ — (Astor). Οικογένεια Αμερικανών και Άγγλων επιχειρηματιών και πολιτικών γερμανικής καταγωγής. 1. Τζον Τζέικομπ (1763 1848). Μεγαλοεπιχειρηματίας, έμπορος γουναρικών. Μετανάστευσε από τη Γερμανία στις ΗΠΑ, όπου ίδρυσε την πόλη Αστόρια, στις όχθες… …   Dictionary of Greek

  • Μπάλντουιν, Στάνλεϊ — (Stanley Baldwin, 1867 – 1947). Βρετανός πολιτικός. Ήταν μεγαλοεπιχειρηματίας και έγινε μέλος και βουλευτής του Συντηρητικού Κόμματος. Η σταδιοδρομία του ως πολιτικού άρχισε το 1916, όταν συνεργάστηκε με τον Μπόναρ Λο. Διετέλεσε πρωθυπουργός της… …   Dictionary of Greek

  • Νιάρχος, Σταύρος — (Αθήνα 1909 – 1996). Εφοπλιστής και μεγαλοεπιχειρηματίας. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ξεκίνησε τις επαγγελματικές του δραστηριότητες στην αλευροβιομηχανία Ευρώτας της οικογένειάς του, στον Πειραιά, ενώ από το 1934 στράφηκε …   Dictionary of Greek

  • Χάνα, Μάρκος - Αλόντσο — (Hauna, 1837 1904). Αμερικανός πολιτικός και μεγαλοεπιχειρηματίας. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Κλίβελαντ και μετά ασχολήθηκε με εμπορικές και βιομηχανικές επιχειρήσεις. Έγινε μάλιστα ιδιοκτήτης ολόκληρου στόλου πλοίων των λιμνών, τα οποία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”